εκφυλισμός

εκφυλισμός
Η διαφθορά· η ελάττωση της έντασης, η κάμψη. (Βιολ.) Μορφολογικά, ε. είναι η διαδικασία της εξαφάνισης των κυττάρων ή των οργάνων, όπως για παράδειγμα η εξαφάνιση της ουράς του γυρίνου, όταν μεταμορφώνεται σε βάτραχο. Μικροβιολογικά, ε. είναι η εξασθένιση της ικανότητας ανάπτυξης της καλλιέργειας των μικροοργανισμών, όταν οι συνθήκες ανάπτυξής τους δεν είναι πλέον ομαλές. Όταν ο πυρήνας ενός κυττάρου παραμένει άθικτος, τότε και η ζωή του κυττάρου μπορεί να συνεχιστεί. Όταν όμως προσβάλλεται ο πυρήνας, ο θάνατος του κυττάρου είναι βέβαιος. Ο ε. του πυρήνα επισημαίνεται από την κατάσταση της χρωματίνης, η οποία άλλοτε συγκεντρώνεται σε μία μάζα και άλλοτε διαχωρίζεται σε μικρές μάζες, που συγκεντρώνονται στην εσωτερική επιφάνεια της πυρηνικής μεμβράνης. Άλλοτε πάλι η χρωματίνη διαλύεται μέσα στο κυτταρικό σώμα. Ο ε. των κυττάρων έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή τους. Όταν ο αριθμός των κατεστραμμένων κυττάρων είναι σχετικά υψηλός, το όργανο που συγκροτούν δεν εκπληρώνει την αποστολή του· όταν όμως είναι πολύ μεγάλος τότε επέρχεται ο θάνατος. (Φυσ.) Η ύπαρξη σε ένα κβαντισμένο σύστημα διαφορετικών καταστάσεων που έχουν την ίδια στάθμη ενέργειας. Σε ένα άτομο στο οποίο δεν επιδρά εξωτερικό μαγνητικό πεδίο η ενέργεια ενός τροχιακού του καθορίζεται μόνο από δύο κβαντικούς αριθμούς, τον κύριο κβαντικό αριθμό (η) και τον αζιμουθιακό αριθμό (l). Η ενέργεια είναι πρακτικά ανεξάρτητη από τους άλλους δύο κβαντικούς αριθμούς ms και me, επομένως όλα τα τροχιακά σε μία δεδομένη υποστάθμη έχουν την ίδια ενέργεια. Τα τροχιακά ή οι ενεργειακές στάθμες που έχουν ίδια ενέργεια λέγονται εκφυλισμένα. Σε περίπτωση που υπάρχει εξωτερικό μαγνητικό πεδίο, τότε εκφράζεται μεγάλο πλήθος φασματικών γραμμών. Αυτό συμβαίνει γιατί τα τροχιακά μιας υποστάθμης (εκτός από τα S τροχιακά) αποκτούν διαφορετικές τιμές ενέργειας. (Χημ.) Κατάσταση της ύλης κατά την οποία τα άτομα έχουν χάσει όλα τα ηλεκτρόνιά τους, εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών και των ισχυρών πιέσεων. Η κατάσταση αυτή του ε. παρατηρείται στους αστέρες νετρονίων. Βλ. λ. εκφυλισμένη ύλη.
* * *
ο
1. εκφύλιση, παραφθορά
2. (για ανθρ.) διαφθορά, εξαχρείωση, ηθική κατάπτωση, έκλυση ηθών
3. ύφεση, υποχώρηση κάποιου κακού (π.χ. επιδημίας, αρρώστιας), εξασθένιση, χαλάρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκφυλισμός — ο 1. μπαστάρδεμα. 2. διαφθορά, εξαχρείωση, ηθική κατάπτωση: Υπάρχει εκφυλισμός στον υπόκοσμο. 3. ελάττωση της έντασης ενός κακού (αρρώστιας κτλ.): Εκφυλισμός της επανάστασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακολασία — η (Α ἀκολασία) ροπή σε ασελγείς και ανήθικες πράξεις, εκφυλισμός, φιληδονία, ηδυπάθεια (αντίθ. τού εγκράτεια) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόλασις < κολάζω] …   Dictionary of Greek

  • εκφαυλισμός — ο (AM ἐκφαυλισμός) νεοελλ. διαφθορά, εκφυλισμός, εξευτελισμός, εξαχρείωση αρχ. περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • εκφυλότητα — η η ιδιότητα, ροπή ή διάθεση τού έκφυλου, ο εκφυλισμός …   Dictionary of Greek

  • εκφύλιση — η 1. εκφυλισμός 2. ιατρ. κυτταρική αλλοίωση που προκαλεί καταστροφή τού κυτταροπλάσματος και τού πυρήνα 3. το σύνολο τών σωματικών και ψυχικών αλλοιώσεων που παρουσιάζει ένα άτομο κληρονομικά ή επίκτητα (έπειτα από μια πάθηση) …   Dictionary of Greek

  • εξευγενισμός — Διαδικασία κατεργασίας ή επεξεργασίας μη τελικών προϊόντων, με σκοπό τη βελτίωση των χαρακτηριστικών τους. Από τις πιο συνηθισμένες διαδικασίες ε. είναι οι ακόλουθες: Ο ε. των ορυκτών ελαίων, που επιτυγχάνεται με διαδοχικές χημικές επεξεργασίες… …   Dictionary of Greek

  • ευγονική — Κλάδος της βιολογίας, ο οποίος μελετά την κληρονομικότητα, τις μεθόδους βελτίωσης των γενετικών χαρακτηριστικών, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να παρεμποδιστεί η μετάδοση κληρονομικών νόσων στις μελλοντικές γενεές. Σκοπός της… …   Dictionary of Greek

  • κάθεσις — κάθεσις, ἡ (Α) [καθίημι] 1. φορά προς τα κάτω, κάθοδος, κατάβαση («κατάβασις νέφους εἰς τοὺς κάτω τόπους», Επίκ.) 2. άφεση προς τα κάτω, κατέβασμα, πτώση («κάθεσις τῆς κόμης», Διογ. Λαέρ.) 3. παρουσίαση δράματος στη σκηνή, διδασκαλία δράματος 4.… …   Dictionary of Greek

  • μπαστάρδεμα — το [μπασταρδεύω] 1. νοθεία 2. εκφυλισμός …   Dictionary of Greek

  • πρόπτωση — η / πρόπτωσις ώσεως, ΝΑ [προπίπτω] 1. πτώση προς τα εμπρός ή προς τα κάτω 2. ιατρ. η μετατόπιση οργάνου τού σώματος από τη φυσιολογική θέση του και, ειδικότερα, η πτώση οργάνου ή τμήματος οργάνου από τη φυσιολογική του θέση εξαιτίας τής χαλάρωσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”